Γιώργος Μπουμπούσης

Πώς αντιμετωπίζουμε τις αντιπαραθέσεις μας με τα παιδιά;

By  | 


Γράφει ο Γιώργος Μπουμπούσης

 

“Πώς θα ένιωθες αν…”

 

Η σχέση γονέων-παιδιών, όπως άλλωστε κάθε είδους σχέση, χαρακτηρίζεται αρκετές φορές από διαφωνίες και καβγάδες .  Όταν γονείς με ρωτάνε πώς να αντιμετωπίσουν μια πιθανή αντιπαράθεση με το παιδί, τους συμβουλεύω να μην προσπαθήσουν να του μιλήσουν όσο εκείνο παραμένει θυμωμένο. Η αποδοτικότερη στάση είναι να το αφήσουν να ηρεμήσει και να επικοινωνήσουν μαζί του αργότερα μέσα στην ημέρα, χωρίς να απομακρυνθούν χρονικά από το συμβάν. Αν δηλαδή διαφώνησαν με το παιδί τους το πρωί, καλό είναι να μιλήσουν όλοι μαζί το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα.

 

Το τι λέμε στο παιδί, όταν έρθει η ώρα της συζήτησης, είναι ένα άλλο σημείο που χρήζει προσοχής. Σίγουρα το να προβούμε σε θεωρητικές αναλύσεις του τι «σημαίνει να είσαι καλό παιδί» παραμένει η λιγότερο αποτελεσματική μέθοδος τροποποίησης μιας συμπεριφοράς. Ο μικρός-μικρή  ίσως δείχνει να συμμερίζεται όσα εκείνη τη στιγμή του λέτε, είναι όμως σίγουρο ότι θα δυσκολευτεί να τα εφαρμόσει σε μια παρόμοια κατάσταση κρίσης γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να συνδεθεί συναισθηματικά με τα λεγόμενά σας.

Στα χρόνια που εργάζομαι ως παιδοψυχολόγος παρατηρώ ότι το παιδί διορθώνει συμπεριφορές όταν εκείνες καταφέρνουν να αγγίξουν το συναίσθημά του. Για παράδειγμα η φράση: « Πώς θα ένιωθες αν εγώ σου έλεγα ψέματα για κάτι;» είναι ισχυρότερη συναισθηματικά από τη φράση: « Τα καλά παιδιά δεν λένε ψέματα».

 

Στόχος μας επομένως είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να αλλάξουν για λίγο ρόλους και να μπουν στη θέση του άλλου. Βιώνοντας το συναίσθημα που προκαλούν είναι πολύ πιθανό να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους. Ένα αγοράκι που μιλάει άσχημα στην αδερφή του είναι αποτελεσματικότερο να βιώσει φαντασιακά ένα σενάριο όπου κάποιος συμμαθητής τού μιλάει άσχημα από το να του απαριθμήσουμε  «πόσο κακό είναι να μιλάμε άσχημα στους άλλους». Ο άνθρωπος αλλάζει από τις εμπειρίες του και σε ένα μικρό παιδί μπορούμε να προκαλέσουμε συναισθηματικές εμπειρίες μέσα από τη χρήση σεναρίων όπως το παραπάνω.

Το συναίσθημα είναι ισχυρό μέσο τροποποίησης μια συμπεριφοράς, αφού προκαλεί έντονη σύνδεση ανάμεσα στη δυσάρεστη πράξη κι εκείνον που την εκτελεί.

 

Ας δούμε ακόμα ένα παράδειγμα:

Η Μαρία ζητά επίμονα από τους γονείς της ένα ποδήλατο κι ενώ εκείνοι της το έχουν υποσχεθεί για το καλοκαίρι, η Μαρία γκρινιάζει ότι το θέλει τις επόμενες μέρες. Στις εξηγήσεις τους πως «δεν υπάρχουν χρήματα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή να της το αγοράσουν»  κλαίει και παραπονιέται. Οι γονείς αφήνουν τη Μαρία να ηρεμήσει και αργότερα επιστρέφουν στο δωμάτιό της λέγοντας: « Ωραία λοιπόν, θα σου πάρουμε αύριο το ποδήλατο κι εσύ θα μας κεράσεις πίτσα απόψε γιατί την λιγουρευτήκαμε». Όταν η Μαρία αντιληφθεί ότι το χαρτζιλίκι της δεν επαρκεί για την αγορά της πίτσας, οι γονείς αξιοποιούν την ευκαιρία και δουλεύουν το συναίσθημα: « Α, ώστε δεν έχεις λεφτά! Πώς θα ένιωθες αν εμείς αρχίζαμε και κλαίγαμε και φωνάζαμε  ότι θέλουμε τώρα αυτό που μας αρέσει;» Το περιστατικό μπορεί να μοιάζει «απλοϊκό» συνοψίζει όμως μέσα του με συντομία όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Με τέτοια περιστατικά οι γονείς βοηθούν τα παιδιά να καταλάβουν … «νιώθοντας»!

«Πώς θα ένιωθες αν…» είναι μια φράση με δύναμη. Αξιοποιήστε την σωστά, χρησιμοποιώντας εύστοχα καθημερινά παραδείγματα και βοηθήστε το παιδί να βιώσει το συναίσθημα από την… «ανάποδη»!!!

 

* O Γιώργος Μπουμπούσης είναι Παιδοψυχολόγος – Εκπαιδευτικός, Msc Σχολικής Ψυχολογίας

 

Σχολιάστε εδώ!