Οικογένεια

Αν έχεις αδέρφια… διαβασέ το!

By  | 


Γράφει η Μαριέττα Κόντου*

 

Θυμάμαι. Όλα τα θυμάμαι.

Νομίζω ότι έτσι κάνουν τ’ αδέλφια, ίσως μάλιστα γι’ αυτό να είναι και φτιαγμένα, για να θυμούνται. Κι ας με συγχωρήσουν τα μοναχοπαίδια που ίσως να’ ναι πάντα πιο τυχερά στους φίλους, έχουν πολλούς κι αγαπημένους και βρίσκουν τρόπο λυτρωτικό ν΄ αναπληρώνουν την έλλειψη συντρόφου, παιδικού από αίμα.

Όμως εγώ μιλώ για τ’ αδέλφια, όλα τ’ αδέλφια, ακόμη και τα τσακωμένα, τα χωρισμένα, τα από χρόνια μη μιλημένα. Αλλά και τ’ άλλα, τα αγαπημένα, τα φιλιωμένα, τα τυχερά. Για όλα εκείνα που έπαιξαν πολύ ή λίγο μαζί, που μοιράστηκαν, που χτυπήθηκαν, που ζηλεύτηκαν, που αναμετρήθηκαν, που ψήλωσαν, κορόιδεψαν και κοροϊδευτήκανε, βρήκαν δική τους γλώσσα να μιλήσουν, να συνωμοτήσουν, να ακούσουν και να ακουστούν και να αποκτήσουν κοινές ρίζες και μνήμες βαθιές.

Και είναι αυτές οι ρίζες που φτάνουν μακριά και ανάλογα με τα υλικά που έβαλες στη σχέση και τη φροντίδα που της χάρισες, θα σου δώσει πόνο σπαρακτικό ή χαρά ανείπωτη. Σπάνια η σχέση με αδελφό ή αδελφή είναι άνοστη, έχει πίκρα, έχει γλύκα, έχει αρμυράδα, πάντως έχει γεύση που τη νιώθεις στο στόμα σου αναλλοίωτη, όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Τ’ αδελφικά μου χρόνια τα θυμάμαι. Θέλω να τα θυμάμαι. Είναι που με ορίζουν στο χώρο και το χρόνο και μου θυμίζουν από πού έρχομαι και που πάω. Όχι πάντα εύκολα αλλά με πυξίδα αλάνθαστη. Με ευγνωμοσύνη για την τύχη μου αλλά και τους γονιούς που είναι αυτοί τελικά που φέρνουν κοντά ή κρατούν μακριά τ’ αδέλφια, είναι αυτοί που τα μαθαίνουν βήμα βήμα πως ν’ αγαπιούνται μεταξύ τους, να κόβουν στη μέση το γλυκό, να μη προδίδουν μυστικά πολύτιμα, να νιώθουν ασφαλή και χορτάτα από χάδι, τόσο που να μη χρειάζεται να γίνονται κλέφτες της αγάπης των γονιών τους και αδικητές του αδελφού για να τραφούν αυτοί. Χωρίς χρέη. «Πρόσεχε την αδελφή σου», «ν’ ακούς τον αδελφό σου», ανώφελα. Κανείς δεν χρωστά σε κανέναν, βάρη περιττά, μάταια και άδικα για όλους. Ούτε καν η αγάπη δεν είναι υποχρεωτική. Ρέουσα είναι και ακαταμάχητη, ούτε αυτονόητη, ούτε δεδομένη. Επιμένω.

Οι γονείς φτιάχνουν αγαπημένα αδέλφια, οι γονείς και τσακωμένα.

Τώρα που μεγαλώνω, ακόμη πιο κοντά μου φαίνονται τα κοινά μας καλοκαίρια, αυτά που περάσαμε μαζί, που μαυρίσαμε μαζί και φάγαμε από το ίδιο καρπούζι και τα ίδια γεμιστά, κοιμηθήκαμε στρωματσάδα στην ταράτσα της γιαγιάς και συντροφευόμασταν με μια βεβαιότητα και ασφάλεια πως υπάρχουμε, σαν από πάντα, αδέλφια, ακόμη κι αν δεν αλλάζαμε καλή κουβέντα. Κι όταν πια πήραμε το τελικό μας μπόι και οι κατευθύνσεις μας στράφηκαν έξω απ’ το σπίτι, παρέα με άλλους ανθρώπους και είδαμε πια και τις πλάτες μας, που μέχρι τότε δεν τις ξέραμε καλά, τότε ήταν που μύρισε ακόμη πιο έντονα το καρπούζι των παιδικών μας χρόνων.

Θυμάμαι και τους Χειμώνες μας. Τους βαρετούς, τους κλεισμένους, τους δύσκολους, με διαβάσματα, υποχρεώσεις, τετράδια παντού, τα δικά του πάντα με πιο μικρά γράμματα, πιο «επιστημονικά», πιο λιτά, τα δικά μου πιο φλύαρα, μικρής αδελφής που ψάχνει χώρο να μιλήσει. Εγώ αγχωμένη, κι εκείνος στα κρυφά, στα φανερά άνετος, να σπάει σπυράκια στον καθρέφτη στα χρόνια της εφηβείας του και να αναμετριόμαστε και οι δυο με τις προσδοκίες των γονιών μας να φανούμε αντάξιοι, να τους κάνουμε περήφανους, να ψάχνουμε βλέμματα περηφάνιας για να καθρεφτιστούμε. Απογοητεύσεις, εκμυστηρεύσεις ένα σωρό και μια βαθιά σοφία, που τότε δεν ξέραμε να τη διαβάσουμε, πως γράφαμε μια ιστορία δίπλα σ’ εκείνη της οικογένειας, δική μας, δυνατή ώστε να μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες, μαζί ή ο καθένας μόνος του, αλλά ξέροντας πως στην έκτακτη, είχαμε κάπου να στραφούμε ζεστά… Και εκείνα τα μυστικά, τα δικά μου, που μόνο ο αδελφός μου γνώριζε, έγιναν τελικά στα χρόνια που πέρασαν ανεκτίμητα.

Θυμάμαι και καυγάδες. Πολλούς. Να φάνε κι οι κότες, Και μικρές προδοσίες που η αδελφική σχέση νομίζω πως μεγαλώνει στα σπλάχνα της μαζί με την αγάπη. Σα σταυροδρόμι που κάθε φορά σου δίνει την ευκαιρία να επιλέξεις.

Κοιτώ φωτογραφίες και σκέφτομαι πως πολύτιμο δεν είναι μόνο να μεγαλώνεις αλλά και να γερνάς μαζί με τ’ αδέλφια σου, είναι που σε κάθε μια δε βλέπεις μόνο ρυτίδες παραπάνω αλλά και την ιστορία που ξέρεις, αποτυπωμένη σε εκφράσεις, αγαπημένες εκφράσεις. Εκείνο το μισό χαμόγελο, σαν «κρεμασμένο» τσιγάρο στο στόμα, τα «σπαγγάκια» στη μύτη που τραβιούνται σε κάθε γέλιο γενναιόδωρα, το σήκωμα του φρυδιού, τη μελαγχολία και τη χαρά όλες εκεί παρούσες, όπως παιδί, μονάχα μεγαλωμένες λίγο παραπάνω αλλά στα μάτια σου παράξενα παιδικές. Στ’ αδέλφια μας, στην πραγματικότητα, δεν τους δίνουμε την άδεια να μεγαλώσουν ποτέ, είναι που έτσι νιώθουμε μια στάλα πιο νέοι και μεις.

Ο μεγάλος μου αδελφός. Τον καμάρωνα κρυφά. Σκέφτομαι πώς χάρη σε ‘κείνον έγινα καλύτερη, πάλευα να του μοιάσω και κυνηγούσα να τον ξεπεράσω, συχνά σαν τη γάτα που τα βάζει με την ουρά της. Και χάρη σε ‘κείνον ξανάβρισκα τον εαυτό μου, όταν με απογοήτευε και τον κατέβαζα από το βάθρο του, λίγο πριν γκρεμοτσακιστεί από το μεγάλο ύψος! Κι έπειτα του έδινα τη θέση του, στην καρδιά μου πια, όχι στο βάθρο. Ούτε βάθρα θέλουν οι αδελφικές σχέσεις, γιατί αυτά φέρνουν και αποκαθηλώσεις.

Και οι αποστάσεις, αυτές που η ζωή τραβά με κόκκινο μαρκαδόρο, ούτε αυτές είναι ικανές να ζωγραφίσουν ρυτίδες στα πρόσωπα των αδελφιών. Επιλέγουμε να θυμόμαστε και να ξεχνάμε, είπαμε, ανάλογα με τα υλικά που σαν παιδιά βάλαμε στη σχέση μας. Ό, τι κι αν κάνουμε όμως, κατά βάθος ξέρουμε πως δεν γεννηθήκαμε μόνοι…

* H Μαριέττα Κόντου είναι Ψυχολόγος- Συστημική θεραπευτρια Ζεύγους και Οικογενειας- Δρ Κοινωνικής Ψυχολογίας

 

Σχολιάστε εδώ!