Εκπαίδευση

Ξενοφών Κοντιάδης: Η ρίζα του “κακού” για το bullying ενδέχεται να ξεκινά από το οικογενειακό περιβάλλον

By  | 


Συνέντευξη του καθηγητή Ξ. Κοντιάδη για το bullying στο parents24.gr

Το bullying είναι μια πραγματικότητα στο ελληνικό σχολείο, που λαμβάνει διάφορες μορφές. Την άποψη αυτή εκφράζουν εκπαιδευτικοί και γονείς σε έρευνα που πραγματοποίησε το Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου στο πλαίσιο του προγράμματος «Εκπόνηση επιμορφωτικού εκπαιδευτικού ενημερωτικού υλικού και προγράμματος σπουδών επιμόρφωσης». Η έρευνα διενεργήθηκε μέσω ανοιχτών συνεντεύξεων με εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων και γονείς παιδιών σε σχολεία όλων των βαθμίδων, στην περιοχή της Αττικής.

Όπως αναφέρει ο Καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης, Πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου, «όλοι οι εκπαιδευτικοί που έλαβαν μέρος στην έρευνα εξέφρασαν εμπειρία από περιστατικά εκφοβισμού, τα οποία μπορεί είτε να τα χειρίστηκαν προσωπικά είτε να έλαβαν χώρα στο περιβάλλον του σχολείου όπου υπηρετούσαν. Ανάλογες εμπειρίες εξέφρασαν και οι γονείς, μιλώντας για περιστατικά που μπορεί να αφορούσαν τα δικά τους παιδιά ή παιδιά του περιβάλλοντός τους».

Ποια μπορεί να είναι η μορφή με την οποία εκφράζεται ο εκφοβισμός στο ελληνικό σχολείο;

«Το φαινόμενο του εκφοβισμού εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο και επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως, η ηλικία, το οικογενειακό περιβάλλον, το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο κάθε άνθρωπος. Για παράδειγμα, οι νηπιαγωγοί, αλλά και οι γονείς, υποστήριξαν ότι στο νηπιαγωγείο δεν μπορεί να γίνει λόγος για “βία”, εκφράζοντας την άποψη πως σε αυτή τη βαθμίδα συναντάται με τη μορφή πρώιμων επιθετικών συμπεριφορών που μπορούν να εξελιχθούν, όσο το παιδί μεγαλώνει, σε εκφοβισμό, αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως και σωστά. Στο Δημοτικό, η λεκτική βία, η περιθωριοποίηση των μαθητών, οι μικρο-εκβιασμοί είναι οι συνηθέστερες μορφές. Στο Γυμνάσιο τα φαινόμενα εκφοβισμού εστιάζουν κυρίως στην εμφάνιση, σε θέματα που αφορούν τη σεξουαλική ταυτότητα, το φύλο, ενώ δεν λείπουν και οι εκφράσεις σωματικής βίας ή ηλεκτρονικού εκφοβισμού, που εξελίσσονται ακόμη εντονότερα στο Λύκειο».

Εκπαιδευτικοί και γονείς αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο το φαινόμενο;

«Γεγονός είναι ότι και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν πως η οικογένεια και το σχολείο διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του παιδιού και στη συμπεριφορά του. Επίσης, συμφωνούν πως δεν μπορούν και δεν πρέπει να είναι “αντίπαλοι”, αλλά “σύμμαχοι” απέναντι σε ένα κοινό μέτωπο. Ωστόσο, αυτό που έγινε αντιληπτό είναι πως “διαφωνούν” κάποιες φορές στον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνουν τα περιστατικά. Οι εκπαιδευτικοί θεωρούν συχνά “υπερβολικούς” τους γονείς, υποστηρίζοντας πως χαρακτηρίζουν εύκολα ως “βία” περιστατικά που δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Αντίστοιχα, οι γονείς εξέφρασαν την άποψη πως αρκετές φορές οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να “κουκουλώσουν” διάφορα περιστατικά, να τα “υποβαθμίσουν”, για να μην βγουν έξω από το πλασίο του σχολείου. Όμως και οι δύο πλευρές συμφωνούν πως η βία και ο εκφοβισμός στο σχολείο επηρεάζει αρνητικά όχι μόνο τους εμπλεκόμενους, αλλά το σύνολο της τάξης, καθώς και της σχολικής κοινότητας και της ευρύτερης κοινωνίας».

Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο, να προληφθεί και να ανασταλούν οι αρνητικές επιδράσεις του;

«Αυτό που κατέστη σαφές είναι πως χωρίς τη συνεργασία της οικογένειας με το σχολείο δεν μπορούν να υπάρξουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Η ρίζα του “κακού” ενδέχεται να ξεκινά από το οικογενειακό περιβάλλον, από γονείς βίαιους ή αδιάφορους ή γονείς υπερπροστατευτικούς. Ωστόσο, το σχολείο μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο και ο εκπαιδευτικός να επηρεάσει καθοριστικά το παιδί».

Γίνονται προσπάθειες στο ελληνικό σχολείο προς αυτή την κατεύθυνση;

«Είναι γεγονός πως στο ελληνικό σχολείο λαμβάνονται πρωτοβουλίες και γίνονται βήματα για τη σωστή αντιμετώπιση του φαινομένου. Ωστόσο οι περισσότεροι γονείς εξέφρασαν την άποψη πως το σημαντικότερο ρόλο παίζει η ατομική πρωτοβουλία κάποιων εκπαιδευτικών, ενώ οι εκπαιδευτικοί αναγνώρισαν πως δεν έχουν ειδικές “γνώσεις” και η κοινή λογική είναι ο οδηγός τους στην αντιμετώπιση των όποιων περιστατικών. Αναφέρθηκαν, όμως, καλές πρακτικές που κυρίως έχουν βιωματικό χαρακτήρα και αφορούν την ενημέρωση και την  ευαισθητοποίηση όλων των εμπλεκομένων, την επιμόρφωση και την ενεργό συμμετοχή των παιδιών σχολικής ηλικίας στην κατανόηση, στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση περιστατικών εκφοβισμού. Παρατηρήθηκε πάντως έλλειμμα μηχανισμών για τη διάδοση και τη διάχυση των καλών πρακτικών μεταξύ των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να γίνει ουσιαστική προσπάθεια από τους αρμόδιους για την εκπαιδευτική πολιτική».

 

Σχολιάστε εδώ!