Ιστορίες που διδάσκουν

Μπαμπά τι είναι ευτυχία? Μια διδακτική ιστορία…

By  | 


 

“Μπαμπά…τι είναι ευτυχία;” Ρωτά ένα βράδυ, το μικρό αγόρι το μπαμπά του.

Ο μπαμπάς σκέφτεται σιωπηλά κι ύστερα απαντά… “Δεν ξέρω να σου το πω, μα ξέρω να σου το δείξω. Κοιμήσου κι αύριο θα δεις…”

Την επόμενη ημέρα, πρωί πρωί ο πατέρας ξυπνά το γιο του και του λέει. “Σέλωσε το γάιδαρο να πάμε στο χωράφι”.

Πράγματι ο μικρός ετοιμάζει το γάιδαρο. Ο πατέρας τον ανεβάζει πάνω στη σέλα.

Εκείνος πιάνει τα γκέμια του γαϊδάρου και προχωρά μπροστά, ενώ ο μικρός είναι καθισμένος πάνω στο γάιδαρο. Βγαίνουν από το σπίτι και περπατούν στην δημοσιά. Το χωριό όλο έχει ξυπνήσει κι οι χωριανοί πηγαίνουν στα χωράφια τους. Όλοι κοιτάζουν με απορία τον πατέρα να περπατά και το γιο να κάθεται πάνω στο γάιδαρο. Όλο το χωριό ψιθυρίζει…”Ντροπή! Μικρό παιδί κάθεται στο γάιδαρο αναπαυτικά κι ο πατέρας δίπλα να προχωρά. Κανένας σεβασμός!”

“Άκουσες γιε μου;” Ρωτά ο πατέρας το γιο. “Άκουσα πατέρα”, απάντα ο γιος… και γυρίζουν σπίτι.

Το επόμενο πρωινό ο πατέρας και πάλι ξυπνά το γιο του νωρίς νωρίς. Σελώνουν το γάιδαρο, μα αυτή τη φορά κάθεται ο πατέρας στην πλάτη του κι ο μικρός γιος προχωρά δίπλα. Βγαίνουν στη δημοσιά. Το χωριό όλο τους κοιτά κι ακούγονται από παντού ψίθυροι…”Για δες έναν πατέρα. Βολεμένος πάνω στη σέλα του γαϊδάρου αφήνει το γιο του, μικρό παιδί να περπατά τόσο δρόμο! Τι αναισθησία”.

“Άκουσες γιε μου?” Ρωτά ο πατέρας το παιδί. “Άκουσα πατέρα,” απαντά ο γιος και γυρίζουν σπίτι.

Το επόμενο πρωί  σελώνουν ξανά το γάιδαρο τους, μόνο που αυτή τη φορά κάθονται και οι δύο πάνω του και βγαίνουν στη δημοσιά. Το χωριό όλο τους κοιτά με βλέμμα κατακριτέο να διασχίζουν το δρόμο και όλοι ψιθυρίζουν μεταξύ τους…”Κοίτα ντροπές! Έχουνε καλοκαθήσει κι οι δυο μαζί και το έχουνε φορτώσει το καημένο το ζωντανό πατέρας και γιος κι ούτε νοιάζονται αν αγκομαχάει, για να τους σηκώσει. Τεμπέληδες κι ακαμάτες κι οι δυο!”

“Άκουσες γιε μου;” Ρωτάει ο πατέρας. “Άκουσα πατέρα”, απαντά ο γιος και γυρίζουν σπίτι.

Το επόμενο πρωί ξανά το ίδιο σελώνουν το γάιδαρο και βγαίνουν και πάλι στη  δημοσιά μα αυτή τη φορά το γαϊδούρι πάει μόνο του χωρίς κανείς να κάθεται πάνω του. Πατέρας και γιος περπατούν δίπλα στο ζωντανό τους. Το χωριό όλο τους κοιτά και ψιθυρίζει. “Ε! όχι τρελάθηκαν πατέρας και γιος. Άλλοι να θέλουν να έχουν γάιδαρο για βοήθεια κι αυτοί να τον έχουν και να τον αφήνουν να περπατά ξεφόρτωτος κι άχρηστος. Τουλάχιστον να τον έδιναν σε κάποιον που τον έχει ανάγκη αν δεν τον έχουν ανάγκη αυτοί! Ούτε που νοιάζονται για κανέναν παρά μόνο για τον εαυτό τους. Τόσο προκλητικοί, μπροστά σε όλο το χωριό. Ντροπή τους!”

“Άκουσες γιε μου;” Ρωτάει ο πατέρας. “Άκουσα πατέρα” απαντάει ο γιος…

Γύρισαν σπίτι…”Αγόρι μου κατάλαβες τι είναι ευτυχία;” Ρωτάει ο πατέρας σαν κάθισαν πια το βράδυ δίπλα στη φωτιά.”Ναι πατέρα,”…απαντά ο μικρός… “Ευτυχία είναι να είσαι κουφός….”

 

Σχολιάστε εδώ!